Ο καρκίνος του μαστού είναι ο πιο συχνά εμφανιζόμενος καρκίνος στις γυναίκες παγκοσμίως με συχνότητα εμφάνισης 12%, δηλαδή 1 στις 8 γυναίκες, καθώς και η δεύτερη αιτία θανάτου από καρκίνο, μετά από αυτόν του πνεύμονα.
Η θνητότητα της νόσου έχει ελαττωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, γεγονός που αποδίδεται κυρίως στη διάγνωση της νόσου σε πρωιμότερο στάδιο με την ευρεία εφαρμογή του προσυμπτωματικού ελέγχου (screening) καθώς και στην πρόοδο στη θεραπευτική προσέγγιση.
Είναι σημαντικό κάθε γυναίκα να είναι ενήμερη για τους επιβαρυντικούς παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου, την αξία της πρόληψης, της αυτοεξέτασης, της έγκαιρης διάγνωσης καθώς και για την αποτελεσματικότητα της σύγχρονης θεραπείας.
Σήμερα μπορεί για κάθε γυναίκα να υπολογιστεί ο εξατομικευμένος, προσωπικός της κίνδυνος εμφάνισης της νόσου, εφόσον ειδικός ιατρός σταθμίσει τους ατομικούς της παράγοντες κινδύνου.
Μάλιστα, με βάση το οικογενειακό - κληρονομικό ιστορικό μπορεί ορισμένες γυναίκες να έχουν ένδειξη να υποβληθούν σε έλεγχο για ανεύρεση γονιδιακής μετάλλαξης (BRCA1, BRCA2) που αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου του μαστού. Αν όντως υπάρχει τέτοια γονιδιακή μετάλλαξη, η προφυλακτική μαστεκτομή -με ταυτόχρονη αποκατάσταση-μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου κατά 95%.
Σήμερα έχουν εντοπιστεί αρκετοί παράγοντες κινδύνου, σε βαθμό που αν και είναι ακόμα δύσκολο να μιλάμε για πρωτογενή πρόληψη, τα σύγχρονα δεδομένα προτάσσουν ότι περισσότερο από 50% των νεοεμφανιζόμενων περιπτώσεων θα μπορούσε να προληφθεί, αν η γνώση των παραγόντων κινδύνου, όπως η διατροφή ή η κατανάλωση αλκοόλ, εφαρμοζόταν ως αλλαγές συμπεριφοράς των ατόμων.
Μπορούμε όμως οπωσδήποτε να μιλάμε για δευτερογενή πρόληψη, η οποία βασίζεται στην αυτοεξέταση, την κλινική εξέταση από ειδικό ιατρό και τη μαστογραφία, με τελικό αποτέλεσμα την έγκαιρη διάγνωση και αποτελεσματική θεραπεία.
Η διάγνωση λοιπόν ξεκινά με τη διαπίστωση μιας βλάβης είτε από την ίδια τη γυναίκα κατά την αυτοεξέταση είτε κατά την εξέταση από τον ειδικό ιατρό ή τέλος κατά τον προληπτικό έλεγχο με μαστογραφία η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού στα αρχικά στάδια ο καρκίνος του μαστού δεν προκαλεί πόνο ή άλλα συμπτώματα και μπορεί να έχει τόσο μικρό μέγεθος, ώστε να είναι αψηλάφητος.
Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι καμιά γυναίκα που ενδιαφέρεται για τη ζωή της δεν δικαιούται να έχει μια αδιευκρίνιστη βλάβη στο μαστό της.
Η ταυτοποίηση της φύσης της βλάβης γίνεται με βιοψία.
Φυσικά κάθε ύποπτη αλλοίωση δεν είναι καρκίνος και γι αυτό η σύγχρονη ιατρική επιβάλλει βέβαια την έγκαιρη ανίχνευση του καρκίνου του μαστού χωρίς όμως να υποβάλλονται οι γυναίκες σε άσκοπες βιοψίες και χειρουργικές επεμβάσεις.
Για το λόγο αυτό η ταξινόμηση των ακτινολογικών ευρημάτων πρέπει να γίνεται αυστηρά με βάση το σύστημα αξιολόγησης BI-RADS (Breast Imaging Reporting and Data Systems) του Αμερικάνικου Κολεγίου Ακτινολογίας (ACR) σε μία από 6 κατηγορίες με βάση την πιθανότητα παρουσίας κακοήθειας.
Η διαπίστωση από τον ειδικό κλινικό ιατρό - χειρουργό μιας αλλοίωσης που ταξινομήθηκε ως κατηγορία BI-RADS 4-5 (δηλαδή υψηλή πιθανότητα κακοήθειας) θα πρέπει να οδηγεί σε βιοψία.
Η σύγχρονη τεχνική εκτέλεσης της βιοψίας (core biopsy) γίνεται απλά με τοπική αναισθησία, με μια βελόνη, συχνά και υπό καθοδήγηση από υπερηχογράφημα, ειδικά όταν πρόκειται για μη ψηλαφητές βλάβες. Η μέθοδος είναι καλά ανεκτή από την ασθενή, προκαλεί μια ανεπαίσθητη ουλή και ταυτοποιεί τη φύση της ύποπτης βλάβης και ειδικότερα αν πρόκειται πράγματι για καρκίνο του μαστού.
Αν όντως πρόκειται για καρκίνο, ο ειδικός ιατρός προχωρά στη λεγόμενη σταδιοποίηση της νόσου, η οποία καθορίζεται από το μέγεθος της βλάβης, την επέκταση της νόσου σε λεμφαδένες της περιοχής (ιδίως τους μασχαλιαίους) και τη μετάδοση της σε απομακρυσμένες περιοχές (μεταστάσεις).
Από εκεί και πέρα η λήψη θεραπευτικών αποφάσεων είναι σήμερα εξατομικευμένη για κάθε ασθενή (tailored therapy) σε συνεργασία με όλους τους ειδικούς (χειρουργό – ογκολόγο – ακτινοθεραπευτή) μετά από διεπιστημονικό ογκολογικό συμβούλιο (IDC - InterDisciplinary Conference).
Η αντιμετώπιση γενικά περιλαμβάνει την θεραπεία της τοπικής - περιοχικής νόσου με εγχείρηση και ακτινοθεραπεία και την αντιμετώπιση της συστηματικής νόσου του συνόλου οργανισμού με χημειοθεραπεία, ορμονοθεραπεία, ή άλλη στοχευμένη, βιολογική θεραπεία, ενώ απαραίτητη είναι και η ψυχολογική υποστήριξη σε συνεργασία και με ομάδες και συλλόγους υποστήριξης των ασθενών.
Η χειρουργική αφαίρεση του όγκου παραμένει βέβαια η κατ' εξοχήν θεραπεία στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Η χειρουργική του μαστού έχει όμως εξελιχθεί πολύ, ειδικά την τελευταία δεκαετία. Παλαιότερα, η αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού ήταν η μαστεκτομή, μια πραγματικά ακρωτηριαστική επέμβαση. Στη συνέχεια άρχισε να εφαρμόζεται η τεχνική της άμεσης ή απώτερης αποκατάστασης μετά από μαστεκτομή. Σήμερα, στις περισσότερες περιπτώσεις έγκαιρης διάγνωσης, μπορεί να εφαρμοστεί η τεχνική διατήρησης του μαστού με αφαίρεση μόνο του όγκου σε υγιή –ασφαλή ογκολογικά όρια, με σύγχρονες μεθόδους ογκοπλαστικής, ενός συνδυασμού δηλαδή ορθής ογκολογικά αφαίρεσης του καρκίνου και πλαστικής επανόρθωσης. Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό για μια γυναίκα, γιατί της παρέχει τα ίδια θεραπευτικά αποτελέσματα, χωρίς να χρειάζεται να υποβληθεί σε μια επέμβαση ακρωτηριαστική τόσο σωματικά όσο και ψυχικά.
Επίσης παλαιότερα παραδοσιακά εφαρμοζόταν ο μασχαλιαίος λεμφαδενικός καθαρισμός για την επίτευξη τελικά μιας ριζικής επέμβασης.
Σήμερα όμως εφαρμόζεται η τεχνική του φρουρού λεμφαδένα, δηλαδή η ανίχνευση του πρώτου μασχαλιαίου λεμφαδένα στον οποίο μπορεί να επεκταθεί η νόσος. Εφόσον αυτός δεν έχει μετάσταση, μπορεί να παραλειφθεί ο κλασικός μασχαλιαίος λεμφαδενικός καθαρισμός, απλοποιώντας κατά πολύ την επέμβαση και απαλάσσοντας την ασθενή από πιθανές επιπλοκές, όπως λεμφοίδημα (πρήξιμο), πόνο, μούδιασμα, απώλεια της αισθητικότητας και της κινητικότητας του άνω άκρου.
Έτσι, με την αλματώδη πρόοδο που έχει επιτευχθεί τις δύο τελευταίες δεκαετίες, η επιβίωση από τη νόσο που διαγιγνώσκεται σε αρχικά στάδια θεωρείται 100%, σε πρώιμα στάδια ανέρχεται μεταξύ 81% και 92%, ενώ από την άλλη πλευρά, όταν η νόσος διαγνωσθεί σε προχωρημένα στάδια, η επιβίωση κυμαίνεται από 54% ως 67% και τέλος σε 18%, όταν υπάρχουν μεταστάσεις σε απομακρυσμένες περιοχές του σώματος. Φαίνεται λοιπόν ότι όταν ο καρκίνος μαστού ανιχνεύεται νωρίς, η τελική έκβαση είναι εξαιρετική, ώστε να μπορούμε σήμερα να μιλάμε ακόμη και για πλήρη ίαση.
Συμπερασματικά, ο προληπτικός έλεγχος μπορεί σήμερα να οδηγήσει σε έγκαιρη ανίχνευση του καρκίνου του μαστού σε πολύ πρώιμο στάδιο, με αποτέλεσμα να σωθεί η ασθενής και μάλιστα με αποκατάσταση ή διατήρηση του μαστού της.
επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Ανθιμίδης , Χειρουργός, Master's Degree Χειρουργική Ογκολογία, Διδάκτορ Ιατρικής Παθησεων Μαστού